πιτυρίτης

πιτυρίτης
ο, ΝΑ
(ενν. άρτος) ψωμί παρασκευαζόμενο από πιτυρούχο αλεύρι, πιτυρίας*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + κατάλ. -ίτης, που απαντά και σε άλλες ονομασίες άρτου (πρβλ. ζυμ-ίτης, ιπ-ίτης, κριβαν-ίτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πιτυρίας — ὁ, Α (ενν. ἄρτος) μαύρο ψωμί, πιτυρίτης*. || μτφ. (για πρόσ.) (ως σκωπτική προσφώνηση) πολύ μελαχρινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + επίθημα ίας* (πρβλ. αποπυρ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • πιτυρούς — οῡντος, ὁ, Μ πιτυρούχος άρτος, πιτυρίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + κατάλ. οῦς (< όεις*), πρβλ. πλακ ούς] …   Dictionary of Greek

  • πιτυρούχος — α, ο, Ν 1. αυτός που περιέχει πίτυρα («πιτυρούχο αλεύρι») 2. το αρσ. ως ουσ. ο πιτυρούχος ο πιτυρίτης άρτος, το πιτυρούχο ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + ούχος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”